- ἐξουσιάζει
- ἐξουσιάζωexercise authoritypres ind mp 2nd sgἐξουσιάζωexercise authoritypres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξουσιάζω — (AM ἐξουσιάζω) έχω ή ασκώ εξουσία («τὴν χώραν ἐξουσιάζω», «ἐξουσιάζει πολλῶν μοναρχιῶν») 2. έχω την κυριότητα («το αμπέλι να τό εξουσιάζει», «ἐξουσιάζει τοῡ μνήματος») νεοελλ. φρ. «εξουσιάζω τον εαυτό μου» είμαι αυτεξούσιος, δεν υφίσταμαι την… … Dictionary of Greek
εξουσιάζω — εξουσίασα, εξουσιάστηκα, εξουσιασμένος 1. μτβ., έχω εξουσία σε κάτι, είμαι κύριος κάποιου (προσώπου ή πράγματος): Αυτόν η γυναίκα του τον εξουσιάζει. 2. αμτβ., ασκώ εξουσία: Ποιος εξουσιάζει εδώ; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
владѣти — ВЛАДѢ|ТИ (167), Ю, ѤТЬ гл. Обладать, владеть, иметь власть, управлять: нъ ни скотъмь ни свини˫ами владѣѥть сотона. (ἐξουσιάζει) Изб 1076, 128; нѣции отъ мьнихъ оставльше сво˫а манастырѩ. желающе владѣти и послоушати не сълагающе. начинають зьдати … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
власти — ВЛА|СТИ (58), ДОУ, ДЕТЬ гл. Владеть, обладать: вѣрую въ ѥдиного б҃а. всѣми владу(щ)го. i ѡц҃а всѣмъ суща. КР 1284, 13а; Соломонъ бѣ женолюбець, и бѩхоу ѥмоу владоуще •ψ• и наложнiць •т҃• (ἄρχουσαι!) ГА XIII XIV, 95в; преторьскоѥ властью тогда… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αισιοδοξία — η 1. το να ελπίζει κανείς σε ένα ευνοϊκό αίσιο μέλλον 2. φιλοσοφική κοσμοθεωρία, κατά την οποία ο κόσμος βρίσκεται σε άριστη κατάσταση και το καλό εξουσιάζει σ αυτόν, οπτιμισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αισιόδοξος απόδοση στα Ελληνικά (κατά τον 19ο αι.)… … Dictionary of Greek
ακράτωρ — ἀκράτωρ ( ορος), ο (Α) 1. αδύναμος, ασθενικός 2. αυτός που δεν έχει επιβολή, δεν εξουσιάζει κάποιον ή κάτι (βλ. και ακρατής). [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τής λ. ἀκρατής*] … Dictionary of Greek
ακτινοκράτωρ — ἀκτινοκράτωρ, ο (Α) αυτός που εξουσιάζει τις ακτίνες τού ήλιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκτίς ῖνος + κράτωρ (μεταπλασμένος τ. τού τέρματος κρατής < κράτος, κρατῶ, με επίδραση τών ονομάτων σε τωρ, πρβλ. ρήτωρ, ἰάτωρ, πράτωρ κ.λπ.] … Dictionary of Greek
ανάκτωρ — ἀνάκτωρ ( ορος), ο (Α) (για θεούς) αυτός που εξουσιάζει, εξουσιαστής, κυρίαρχος, άρχοντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνάσσω. ΠΑΡ. ἀνάκτορο(ν) αρχ. ἀνακτόριος αρχ. μσν. ἀνακτορία] … Dictionary of Greek
αρχ- — (AM αρχ ). [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχ είναι μία από τις μορφές που εμφανίζουν τα σύνθετα των οποίων το α συνθετικό προέρχεται από το ρ. άρχω, ενώ το β συνθετικό τους αρχίζει από φωνήεν. Για το αρχ ισχύει ό,τι και για το αρχε *, αρχι * και αρχο * Δηλ. τα… … Dictionary of Greek
αρχιβασιλεύς — ἀρχιβασιλεύς, ο (Μ) αυτός που εξουσιάζει τους βασιλείς, ο Βασιλεύς των Βασιλέων … Dictionary of Greek